- ζωολάτρης
- ο, θηλ. ζωολάτρις, αυτός που λατρεύει τα ζώα ως θεούς, που θεοποιεί τα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolatre < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]* + -latre (πρβλ. λάτρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού 'Αγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.